- στοιχειώνω
- στοίχειωσα, στοιχειώθηκα, στοιχειωμένος, γίνομαι στοιχειό ή συχνάζουν στο χώρο μου στοιχειά: Στοίχειωσε το σπίτι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στοιχειώνω — στοιχειώνω, στοίχειωσα, στοιχειωμένος βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: στοιχειώνω : η μτχ. στοιχειωμένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (→ αυτός που κατοικείται από στοιχειά, π.χ. στοιχειωμένο δάσος). Η παθητική φωνή είναι σπάνια (στοιχειώνομαι) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στοιχειώνω — Ν [στοιχειό] 1. κάνω κάποιον στοιχειό με τη θυσία ζωντανού όντος στα θεμέλια εγειρόμενου κτίσματος («αν δεν στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει», δημ. τραγούδι) 2. (για πρόσ. και πράγμ.) μεταβάλλομαι σε στοιχειό ή καταλαμβάνομαι από… … Dictionary of Greek
στοίχειωμα — το, Ν [στοιχειώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στοιχειώνω, η μεταμόρφωση σε στοιχειό 2. η εγκατάσταση και διαμονή στοιχειού σε έναν τόπο … Dictionary of Greek
αστοίχειωτος — η, ο [στοιχειώνω] 1. αυτός που δεν είναι στοιχειωμένος, που δεν κατέχεται από στοιχειό («γεφύρι αστοίχειωτο») 2. εκείνος που δεν έχει μεταβληθεί σε στοιχειό … Dictionary of Greek
στοίχειωση — η, Ν [στοιχειώνω] το στοίχείωμα … Dictionary of Greek
στοίχειωμα — το το αποτέλεσμα του στοιχειώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)